- υπερσυγκινησία
- η, Νιατρ. υπερβολική και νοσηρή ευσυγκινησία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hyperemotivite < hyper- (< υπερ-*) + emotivite «συγκινητικότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek